ἀσύγχυτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύγχῠτος''': -ον, ὁ μὴ συγκεχυμένος, Πλούτ. 2. 735Β· ὁ μὴ συναναμιχθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 8. - Ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 4. 8, 20.
|lstext='''ἀσύγχῠτος''': -ον, ὁ μὴ συγκεχυμένος, Πλούτ. 2. 735Β· ὁ μὴ συναναμιχθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 8. - Ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 4. 8, 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non confondu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συγχέω]].
}}
}}