συγγυμναστής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγυμναστής''': -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]] ἐν σωματικαῖς ἀσκήσεσι, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, Νόμ. 830Β, κτλ.· ἐν παλαίσματι Ξεν. Λακ. 9. 4.
|lstext='''συγγυμναστής''': -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]] ἐν σωματικαῖς ἀσκήσεσι, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, Νόμ. 830Β, κτλ.· ἐν παλαίσματι Ξεν. Λακ. 9. 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon d’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[συγγυμνάζω]].
}}
}}