χαλκεῖον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, [[ἐργαστήριον]] χαλκέως, [[σιδηρουργεῖον]], Ἡρόδ. 1. 68, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 897, Ἀνδοκ. 6. 23, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, πρβλ. χαλεύς. ΙΙ. = [[χαλκίον]] (ὃ ἴδε). 1) [[ἀγγεῖον]] ἐκ χαλκοῦ, [[λέβης]], [[χύτρα]], Ἡρόδ. 4. 81, 152, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· [[μάλιστα]] δὲ ὁ ἐν τοῖς λουτροῖς [[λέβης]], καλούμενος καὶ [[ἐπιστάτης]], [[ἰπνολέβης]], Θεοφρ. Χαρ. 9· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 2. 2) ἐργαλεῖόν τι ἢ [[ὄργανον]] ἐκ χαλκοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 3) κοῖλον ἀντανακλαστικὸν [[κάτοπτρον]] ἐν λύχνῳ, Ξεν. Συμπ. 7. 4· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 4. 4) κατασκεύασμά τι ἐκ χαλκοῦ, Παυσ. 2. 22, 2. ΙΙΙ. τὰ χαλκεῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), «τὰ χαλκεῖα, ἑορτὴ παρ’ Ἀθηναίοις τῇ Ἀθηνᾷ ἀγομένη Πυανεψιῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ... ὥς φησιν [[Ἀπολλώνιος]] ὁ Ἀχαρνεύς. Φανόδημος δὲ οὐκ Ἀθηνᾷ φησιν ἄγεσθαι τὴν ἑορτήν, ἀλλ’ Ἡφαίστῳ· γέγραπται δὲ καὶ Μενάνδρῳ [[δρᾶμα]] Χαλκεῖα» Ἁρποκρ.· «καὶ χαλκεῖα ἑορτὴ ἐν τῇ Ἀττικῇ Ἡφαίστου ἱερὰ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 105, Welcker Tril σ. 290.
|lstext='''χαλκεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, [[ἐργαστήριον]] χαλκέως, [[σιδηρουργεῖον]], Ἡρόδ. 1. 68, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 897, Ἀνδοκ. 6. 23, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, πρβλ. χαλεύς. ΙΙ. = [[χαλκίον]] (ὃ ἴδε). 1) [[ἀγγεῖον]] ἐκ χαλκοῦ, [[λέβης]], [[χύτρα]], Ἡρόδ. 4. 81, 152, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· [[μάλιστα]] δὲ ὁ ἐν τοῖς λουτροῖς [[λέβης]], καλούμενος καὶ [[ἐπιστάτης]], [[ἰπνολέβης]], Θεοφρ. Χαρ. 9· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 2. 2) ἐργαλεῖόν τι ἢ [[ὄργανον]] ἐκ χαλκοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 3) κοῖλον ἀντανακλαστικὸν [[κάτοπτρον]] ἐν λύχνῳ, Ξεν. Συμπ. 7. 4· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 4. 4) κατασκεύασμά τι ἐκ χαλκοῦ, Παυσ. 2. 22, 2. ΙΙΙ. τὰ χαλκεῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), «τὰ χαλκεῖα, ἑορτὴ παρ’ Ἀθηναίοις τῇ Ἀθηνᾷ ἀγομένη Πυανεψιῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ... ὥς φησιν [[Ἀπολλώνιος]] ὁ Ἀχαρνεύς. Φανόδημος δὲ οὐκ Ἀθηνᾷ φησιν ἄγεσθαι τὴν ἑορτήν, ἀλλ’ Ἡφαίστῳ· γέγραπται δὲ καὶ Μενάνδρῳ [[δρᾶμα]] Χαλκεῖα» Ἁρποκρ.· «καὶ χαλκεῖα ἑορτὴ ἐν τῇ Ἀττικῇ Ἡφαίστου ἱερὰ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 105, Welcker Tril σ. 290.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> atelier d’ouvrier en cuivre, en airain <i>ou</i> en fer, forge <i>ou</i> fonderie;<br /><b>II.</b> objet en cuivre <i>ou</i> en airain :<br /><b>1</b> vase, marmite;<br /><b>2</b> jeton de cuivre <i>ou</i> d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]].
}}
}}