ἀνακλώθω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακλώθω''': ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, [[κλώθω]] ἐκ νέου τὸ [[νῆμα]] τῆς ζωῆς τινος, [[μεταβάλλω]] τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.
|lstext='''ἀνακλώθω''': ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, [[κλώθω]] ἐκ νέου τὸ [[νῆμα]] τῆς ζωῆς τινος, [[μεταβάλλω]] τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.
}}
{{bailly
|btext=dévider à rebours, <i>càd</i> changer la destinée de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κλώθω]].
}}
}}