3,270,341
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναιρεῖν, σηκώνειν, «[[σήκωμα]]», ἰδίως ἐπ’ νεκρῶν σωμάτων ἢ ὀστῶν πρὸς ταφήν, ὀστέων Εὐρ. Ὀρ. 404˙ νεκρῶν Θουκ. 3. 109, 113˙ οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν, πρὸς ἀνακομιδήν, ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 26, Λυσ. 191. 11˙ ἀναίρεσιν δοῦναι Εὐρ. Ἱκ. 18: - [[οὕτως]] ἐπὶ ναυμαχίας, ναυαγίων ἀναίρ. Θουκ. 7. 72˙ τῶν ναυαγῶν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 2) τὸ λαμβάνειν, ἀναίρ. καὶ [[θέσις]] ὅπλων Πλάτ. Νόμ. 814Α, πρβλ. Ἀντιφῶντα 123. 9. 3) [[ἐπιχείρησις]], ἔργων Πλάτ. Νόμ. 847Β. ΙΙΙ. [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 5˙ τειχῶν καὶ [[πόλεων]] Δημ. 385. 3˙ [[ἀναίρεσις]], ἄρσις νόμων, Πλουτ. Κικ. 34. 2) [[θανάτωσις]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ια΄, 15, Μακκ. Β. ε΄, 13), Πράξ. η΄, 1, κβ΄, 20, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Πλούτ. ΙΙ. 1051D, [[Πολυδ]]. ς΄, 192 καὶ ἀλλαχοῦ˙ ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[ἀναίρεσις]], ἡ τῆς κάρας [[ἐκτομή]], καὶ ἄλλως θανατῶσαι.» 3) [[ἀνασκευή]], [[ἀναίρεσις]] ἐπιχειρημάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[διαίρεσις]], Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 7. | |lstext='''ἀναίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναιρεῖν, σηκώνειν, «[[σήκωμα]]», ἰδίως ἐπ’ νεκρῶν σωμάτων ἢ ὀστῶν πρὸς ταφήν, ὀστέων Εὐρ. Ὀρ. 404˙ νεκρῶν Θουκ. 3. 109, 113˙ οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν, πρὸς ἀνακομιδήν, ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 26, Λυσ. 191. 11˙ ἀναίρεσιν δοῦναι Εὐρ. Ἱκ. 18: - [[οὕτως]] ἐπὶ ναυμαχίας, ναυαγίων ἀναίρ. Θουκ. 7. 72˙ τῶν ναυαγῶν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 2) τὸ λαμβάνειν, ἀναίρ. καὶ [[θέσις]] ὅπλων Πλάτ. Νόμ. 814Α, πρβλ. Ἀντιφῶντα 123. 9. 3) [[ἐπιχείρησις]], ἔργων Πλάτ. Νόμ. 847Β. ΙΙΙ. [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 5˙ τειχῶν καὶ [[πόλεων]] Δημ. 385. 3˙ [[ἀναίρεσις]], ἄρσις νόμων, Πλουτ. Κικ. 34. 2) [[θανάτωσις]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ια΄, 15, Μακκ. Β. ε΄, 13), Πράξ. η΄, 1, κβ΄, 20, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Πλούτ. ΙΙ. 1051D, [[Πολυδ]]. ς΄, 192 καὶ ἀλλαχοῦ˙ ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[ἀναίρεσις]], ἡ τῆς κάρας [[ἐκτομή]], καὶ ἄλλως θανατῶσαι.» 3) [[ἀνασκευή]], [[ἀναίρεσις]] ἐπιχειρημάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[διαίρεσις]], Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’enlever (des morts après un combat, des ossements d’un bûcher, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> action d’enlever, de faire disparaître ; destruction (de villes, de remparts) ; abrogation de lois.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναιρέω]]. | |||
}} | }} |