3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνανήχομαι''': ἀποθ., = [[ἀνανέω]], [[ἐπιπλέω]], ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., [[ἀναλαμβάνω]], ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2. | |lstext='''ἀνανήχομαι''': ἀποθ., = [[ἀνανέω]], [[ἐπιπλέω]], ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., [[ἀναλαμβάνω]], ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=revenir sur l’eau, surnager.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], νήχομαι. | |||
}} | }} |