ἀναφορέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφορέω''': [[ἀναφέρω]] Ι, [[ἀναβιβάζω]], ἀλλ’ ἐν χρήσει [[μετὰ]] θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.
|lstext='''ἀναφορέω''': [[ἀναφέρω]] Ι, [[ἀναβιβάζω]], ἀλλ’ ἐν χρήσει [[μετὰ]] θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφορά]].
}}
}}