3,274,921
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχώρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, [[ἀποχώρησις]], [[ὑποχώρησις]], ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ [[συχν]]. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. [[καταφύγιον]], Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11. | |lstext='''ἀναχώρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, [[ἀποχώρησις]], [[ὑποχώρησις]], ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ [[συχν]]. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. [[καταφύγιον]], Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se retirer, retraite;<br /><b>2</b> lieu de retraite, refuge.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχωρέω]]. | |||
}} | }} |