ἀνασαλεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασᾰλεύω''': [[σαλεύω]] τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.
|lstext='''ἀνασᾰλεύω''': [[σαλεύω]] τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ébranler de bas en haut, secouer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σαλεύω]].
}}
}}