ἄνδηρον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνδηρον''': τό, πᾶν [[ἀνάχωμα]] παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ ἢ τάφρου, [[πρόχωμα]], Μόσχ. 5. 102: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἄνδηρα, τά, Λυκ. 629, κτλ· τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς Πλούτ. 2. 650C· πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2· ἄνδ. θαλάσσης Ὀππ. Ἁλ. 4. 319. 2) πρασιὰ ὑπερέχουσα τοῦ ἐδάφους ἐν κήπῳ πρὸς φύτευσιν ἀνθέων [[κυρίως]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 15, 4 (τὸ [[χωρίον]] ἐν Ἱστ. Φ. 7. 15, 2 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον), Θεόκρ. 5. 93, Ἀνθ. Π. 12. 197, Νικ. Θ. 576· [[ὡσαύτως]] ἐν τοῖς Α. Β. 394, ἀνδειράδες, αἱ.
|lstext='''ἄνδηρον''': τό, πᾶν [[ἀνάχωμα]] παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ ἢ τάφρου, [[πρόχωμα]], Μόσχ. 5. 102: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἄνδηρα, τά, Λυκ. 629, κτλ· τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς Πλούτ. 2. 650C· πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2· ἄνδ. θαλάσσης Ὀππ. Ἁλ. 4. 319. 2) πρασιὰ ὑπερέχουσα τοῦ ἐδάφους ἐν κήπῳ πρὸς φύτευσιν ἀνθέων [[κυρίως]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 15, 4 (τὸ [[χωρίον]] ἐν Ἱστ. Φ. 7. 15, 2 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον), Θεόκρ. 5. 93, Ἀνθ. Π. 12. 197, Νικ. Θ. 576· [[ὡσαύτως]] ἐν τοῖς Α. Β. 394, ἀνδειράδες, αἱ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> plate-bande <i>ou</i> couche de jardin;<br /><b>2</b> bord d’un fleuve <i>ou</i> de la mer ; lieu arrosé par un cours d’eau, lieu humide ; <i>qqf.</i> lit du fleuve <i>ou</i> de la mer.<br />'''Étymologie:''' ἀνδέω p. [[ἀναδέω]].
}}
}}