ἀναχαλάω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχᾰλάω''': χαλαρώνω, [[παραλύω]], ἡ ἡδονὴ ἀναχαλῶσα τὴν ἰσχὺν τῶν σωμάτων Στοβ. ϛ΄, 42, Πολύβ. 6. 23, 11, ἐν τῷ παθ. τύπῳ.
|lstext='''ἀναχᾰλάω''': χαλαρώνω, [[παραλύω]], ἡ ἡδονὴ ἀναχαλῶσα τὴν ἰσχὺν τῶν σωμάτων Στοβ. ϛ΄, 42, Πολύβ. 6. 23, 11, ἐν τῷ παθ. τύπῳ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />relâcher, détendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χαλάω]].
}}
}}