ἀνθυπάγω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
|lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠνθυπῆγον;<br />accuser à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπάγω]].
}}
}}