ἀνεμοσφάραγος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμοσφάρᾰγος''': -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].
|lstext='''ἀνεμοσφάρᾰγος''': -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne du bruit du vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], [[σφάραγος]].
}}
}}