ἀνολολύζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνολολύζω''': μέλλ. -ύξω, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, ἰσχυρῶς φωνάζω, [[ἐκπέμπω]] ἰσχυρὸν καὶ διαρκῆ ἦχον ἐκ τοῦ λάρυγγος, ὡς ποιοῦσιν ἔτι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Συρίᾳ πρὸς ἔνδειξιν [[μεγάλης]] χαρᾶς ἢ λύπης: - ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 587, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 28, Σοφ. Τρ. 205, Εὐρ. Μήδ. 1173, κτλ.· πρβλ. [[ὀλολύζω]], [[ὀλολυγή]]. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Σοφ. Ἠλ. 750· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., ἐπικαλοῦμαι μεγαλοφώνως βοήθειαν, ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας Εὐρ. Τρῳ. 1000. ΙΙ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασίας, [[ἐξεγείρω]] διὰ βακχικῶν κραυγῶν, πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα ὁ αὐτ. Βάκχ. 24.
|lstext='''ἀνολολύζω''': μέλλ. -ύξω, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, ἰσχυρῶς φωνάζω, [[ἐκπέμπω]] ἰσχυρὸν καὶ διαρκῆ ἦχον ἐκ τοῦ λάρυγγος, ὡς ποιοῦσιν ἔτι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Συρίᾳ πρὸς ἔνδειξιν [[μεγάλης]] χαρᾶς ἢ λύπης: - ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 587, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 28, Σοφ. Τρ. 205, Εὐρ. Μήδ. 1173, κτλ.· πρβλ. [[ὀλολύζω]], [[ὀλολυγή]]. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Σοφ. Ἠλ. 750· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., ἐπικαλοῦμαι μεγαλοφώνως βοήθειαν, ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας Εὐρ. Τρῳ. 1000. ΙΙ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασίας, [[ἐξεγείρω]] διὰ βακχικῶν κραυγῶν, πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα ὁ αὐτ. Βάκχ. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνωλόλυξα;<br />pousser de grands cris de joie <i>ou</i> de douleur ; se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀλολύζω]].
}}
}}