ἄνικμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνικμος''': -ον, (ἰκμὰς) ὁ [[ἄνευ]] ἰκμάδος, ἡ δὲ [[Λιβύη]] [[ἀμμώδης]] καὶ [[ἄνικμος]] Ἀριστ. Προβλ. 12. 3, 5, Πλούτ. 2. 951Β. ― Ἐπίρρ. -μως Ἀθανάσ.
|lstext='''ἄνικμος''': -ον, (ἰκμὰς) ὁ [[ἄνευ]] ἰκμάδος, ἡ δὲ [[Λιβύη]] [[ἀμμώδης]] καὶ [[ἄνικμος]] Ἀριστ. Προβλ. 12. 3, 5, Πλούτ. 2. 951Β. ― Ἐπίρρ. -μως Ἀθανάσ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sec.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἰκμάς]].
}}
}}