ἀνευρύνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνευρύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[εὐρύνω]], ἀνοίγω, [[διαστέλλω]], Ἱππ. 264. 14, Πλούτ. 2. 907Ε, κτλ.: ― Παθ., ἀν. [[πάλιν]] ὁ Ὠκεανὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 11.
|lstext='''ἀνευρύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[εὐρύνω]], ἀνοίγω, [[διαστέλλω]], Ἱππ. 264. 14, Πλούτ. 2. 907Ε, κτλ.: ― Παθ., ἀν. [[πάλιν]] ὁ Ὠκεανὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 11.
}}
{{bailly
|btext=élargir, dilater.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εὐρύνω]].
}}
}}