ἀντεξελαύνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεξελαύνω''': ἀμετάβ., [[ἐξέρχομαι]] ([[ἔφιππος]] ἢ ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἐπὶ πλοίου) [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντεπεξέρχομαι]], Πλουτ. Φιλοπ. 18, κτλ.
|lstext='''ἀντεξελαύνω''': ἀμετάβ., [[ἐξέρχομαι]] ([[ἔφιππος]] ἢ ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἐπὶ πλοίου) [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντεπεξέρχομαι]], Πλουτ. Φιλοπ. 18, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=pousser (un cheval, une armée) contre, marcher contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐξελαύνω]].
}}
}}