ἀντίδειπνος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίδειπνος''': -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.
|lstext='''ἀντίδειπνος''': -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui soupe à la place d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δεῖπνον]].
}}
}}