ἀνθρωπίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]], φέρομαι ὡς [[ἄνθρωπος]], εἶμαι [[φιλάνθρωπος]], Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ [[κυνάω]], Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 21: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., [[γίγνομαι]] [[ἄνθρωπος]], Ἐκκλ.: - καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.
|lstext='''ἀνθρωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]], φέρομαι ὡς [[ἄνθρωπος]], εἶμαι [[φιλάνθρωπος]], Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ [[κυνάω]], Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 21: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., [[γίγνομαι]] [[ἄνθρωπος]], Ἐκκλ.: - καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> vivre <i>ou</i> se conduire comme un homme;<br /><b>2</b> être <i>ou</i> devenir homme;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
}}