συντράπεζος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντράπεζος''': [ᾰ], -ον, [[ὁμοτράπεζος]], ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
|lstext='''συντράπεζος''': [ᾰ], -ον, [[ὁμοτράπεζος]], ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de table, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τράπεζα]].
}}
}}