λάλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάλος''': [ᾰ], -ον, [[ἀδόλεσχος]], [[πολυλόγος]], [[φλύαρος]], Ἐπίχ. 139 Ahr., Εὐρ. Ἱκέτ. 462, Ἀριστοφ. Εἰρ. 653, Πλάτ. Γοργ. 515Ε˙ λ. [[γῆρας]] Ἀνθ. Π. 7. 417˙ ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 5. 75, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, τέλ.˙ ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 14˙ - μεταφ., λάλοι πτέρυγες Ἀνθ. Π. 7. 195˙ ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀρρ. Ἀν. 1. 25, 8˙ [[ὕδωρ]] Ἀνακρεόντ. 11. 7˙ - τὸ λ., = [[λαλιά]], Φιλόστρ. 799. - Ἀνώμαλ. συγκρ. λαλίστερος Ἀριστοφ. Βάτρ. 91, Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 13˙ ὑπερθ. λαλίστατος Εὐρ. Κύκλ. 315, Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1.
|lstext='''λάλος''': [ᾰ], -ον, [[ἀδόλεσχος]], [[πολυλόγος]], [[φλύαρος]], Ἐπίχ. 139 Ahr., Εὐρ. Ἱκέτ. 462, Ἀριστοφ. Εἰρ. 653, Πλάτ. Γοργ. 515Ε˙ λ. [[γῆρας]] Ἀνθ. Π. 7. 417˙ ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 5. 75, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, τέλ.˙ ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 14˙ - μεταφ., λάλοι πτέρυγες Ἀνθ. Π. 7. 195˙ ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀρρ. Ἀν. 1. 25, 8˙ [[ὕδωρ]] Ἀνακρεόντ. 11. 7˙ - τὸ λ., = [[λαλιά]], Φιλόστρ. 799. - Ἀνώμαλ. συγκρ. λαλίστερος Ἀριστοφ. Βάτρ. 91, Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 13˙ ὑπερθ. λαλίστατος Εὐρ. Κύκλ. 315, Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />babillard, bavard;<br /><i>Cp.</i> [[λαλίστερος]], <i>Sp.</i> [[λαλίστατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[λάσκω]].
}}
}}