3,258,313
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ [[μετὰ]] μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια [[μετὰ]] πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16. | |lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ [[μετὰ]] μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια [[μετὰ]] πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> excès de boisson, beuverie;<br /><b>2</b> ivresse ; ivrognerie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μέθυ]]. | |||
}} | }} |