3,260,316
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραρτύω''': ἐπὶ τροφῆς, [[ἡδύνω]] διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι). | |lstext='''παραρτύω''': ἐπὶ τροφῆς, [[ἡδύνω]] διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]]. | |||
}} | }} |