ἕκπλεθρος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκπλεθρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = [[στάδιον]], Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. [[δρόμος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
|lstext='''ἕκπλεθρος''': -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = [[στάδιον]], Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. [[δρόμος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six plèthres.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πλέθρον]].
}}
}}