ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεπιβουλεύω''': [[σχεδιάζω]] ἐπιβουλὰς [[ἐναντίον]] τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς [[μᾶλλον]] ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
|lstext='''ἀντεπιβουλεύω''': [[σχεδιάζω]] ἐπιβουλὰς [[ἐναντίον]] τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς [[μᾶλλον]] ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
}}
}}