πορφυροπώλης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροπώλης''': -ου, ὁ [[ἔμπορος]] πορφύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2519· θηλ. πορφῠρόπωλις, ιδος, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 14, Σουΐδ.· ― πορφῠροπωλικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ, τὸ [[ἐμπόριον]] τῆς πορφύρας, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πορφυροπώλου, Α. Β. 379, Ἁρποκρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
|lstext='''πορφῠροπώλης''': -ου, ὁ [[ἔμπορος]] πορφύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2519· θηλ. πορφῠρόπωλις, ιδος, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 14, Σουΐδ.· ― πορφῠροπωλικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ, τὸ [[ἐμπόριον]] τῆς πορφύρας, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πορφυροπώλου, Α. Β. 379, Ἁρποκρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand d’étoffes de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[πωλέω]].
}}
}}