Ἀσκληπιός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀσκληπιός''': ὁ, Λατ. Aesculapius (πρβλ. τὸ Δωρ. Ἀσκλᾱπιός), παρ’ Ὁμ. Θεσσαλὸς [[ἡγεμών]], [[διάσημος]] ὡς [[ἰατρός]], Μαχάονα… Ἀσκληπιοῦ [[υἱόν]] ἀμύμονος ἰητῆρος Ἰλ. Δ. 194, πρβλ. Β. 731: [[μετέπειτα]] ἐθεωρεῖτο ὡς υἱὸς τοῦ Ἀπόλλωλος καὶ τῆς Κορωνίδος, προστάτης θεὸς τῆς Ἰατρικῆς, Ὕμν. Ὁμ. 15: ― [[ἐντεῦθεν]], Ἀσκληπιάδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἰλ.· κατὰ πληθ. [[προσωνυμία]] τῶν ἰατρῶν, Θέογν. 432, Πλάτ. Πολ. 405D, ― εἰλημμένον ἐξ Ἰλ. Β. 732, ἴδε Littré Ἱππ. 1. 10· ἐν Σοφ. Φ. 1333 Ἀσκληπιεῖον, τό, ναὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πολύβ. 1. 18, 2, Στράβ. 832 ἐν χειρογράφοις [[ἡμαρτημένως]], Ἀσκλήπιον ὡς ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 16: ― Ἀσκληπίειος, α, ον, ὁ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἀσκληπιόν, τὰ Ἀσκληπίεια (ἐνν. [[ἱερά]]), ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πλάτ. Ἴων. 530Α· Ἀσκληπιάδειος [[[στίχος]]], ὁ, [[εἶδος]] μέτρου, τὸ δὲ ἀκατάληκτον, τὸ μόνον τὴν τελευταίαν ἔχον ἰαμβικήν, καλεῖται Ἀσκληπιάδειον Ἡφαιστ. 10. 7. [Ἀσκληπῑοῦ Ἰλ. Β. 731, λέγεται ὅτι ὁ Δημ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν προπαροξ., Ἀσκλήπιος, ἐτυμολογῶν αὐτὴν ἐκ τοῦ [[ἤπιος]], Πλούτ. 2. 845Β· πρβλ. Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 3. 6].
|lstext='''Ἀσκληπιός''': ὁ, Λατ. Aesculapius (πρβλ. τὸ Δωρ. Ἀσκλᾱπιός), παρ’ Ὁμ. Θεσσαλὸς [[ἡγεμών]], [[διάσημος]] ὡς [[ἰατρός]], Μαχάονα… Ἀσκληπιοῦ [[υἱόν]] ἀμύμονος ἰητῆρος Ἰλ. Δ. 194, πρβλ. Β. 731: [[μετέπειτα]] ἐθεωρεῖτο ὡς υἱὸς τοῦ Ἀπόλλωλος καὶ τῆς Κορωνίδος, προστάτης θεὸς τῆς Ἰατρικῆς, Ὕμν. Ὁμ. 15: ― [[ἐντεῦθεν]], Ἀσκληπιάδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἰλ.· κατὰ πληθ. [[προσωνυμία]] τῶν ἰατρῶν, Θέογν. 432, Πλάτ. Πολ. 405D, ― εἰλημμένον ἐξ Ἰλ. Β. 732, ἴδε Littré Ἱππ. 1. 10· ἐν Σοφ. Φ. 1333 Ἀσκληπιεῖον, τό, ναὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πολύβ. 1. 18, 2, Στράβ. 832 ἐν χειρογράφοις [[ἡμαρτημένως]], Ἀσκλήπιον ὡς ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 16: ― Ἀσκληπίειος, α, ον, ὁ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἀσκληπιόν, τὰ Ἀσκληπίεια (ἐνν. [[ἱερά]]), ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πλάτ. Ἴων. 530Α· Ἀσκληπιάδειος [[[στίχος]]], ὁ, [[εἶδος]] μέτρου, τὸ δὲ ἀκατάληκτον, τὸ μόνον τὴν τελευταίαν ἔχον ἰαμβικήν, καλεῖται Ἀσκληπιάδειον Ἡφαιστ. 10. 7. [Ἀσκληπῑοῦ Ἰλ. Β. 731, λέγεται ὅτι ὁ Δημ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν προπαροξ., Ἀσκλήπιος, ἐτυμολογῶν αὐτὴν ἐκ τοῦ [[ἤπιος]], Πλούτ. 2. 845Β· πρβλ. Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 3. 6].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />Asclépios (Esculape) dieu de la médecine.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis pê préhell. <i>ou</i> emprunt ; cf. cependant [[σκάλοψ]], [[ἀσπάλαξ]], qui ferait d’Asclépios une divinité chthonienne.
}}
}}