εὐωριάζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐωριάζω''': [[εὐωρέω]], Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὁ Πόρσων ἐπηνώρθωσε τὸν τύπον ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 17 (ἐκ τοῦ Ἡσύχ. καὶ Φωτ.) ἀντὶ τῆς ἐν τῷ Ἀντιγράφ. γραφ. [[ἐξωριάζω]].
|lstext='''εὐωριάζω''': [[εὐωρέω]], Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὁ Πόρσων ἐπηνώρθωσε τὸν τύπον ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 17 (ἐκ τοῦ Ἡσύχ. καὶ Φωτ.) ἀντὶ τῆς ἐν τῷ Ἀντιγράφ. γραφ. [[ἐξωριάζω]].
}}
{{bailly
|btext=négliger.<br />'''Étymologie:''' [[εὔωρος]]¹.
}}
}}