3,274,916
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεργετικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· [[δόξα]] εὐ., [[φήμη]] δι’ εὐεργεσίαν, [[αὐτόθι]] 1. 5, 9· [[δύναμις]] εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, [[δύναμις]] παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, [[αὐτόθι]] 1. 9, 4· [[μετὰ]] γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., [[εὐεργεσία]], Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς [[εἶναι]] συνήθως διάφ. γραφή. | |lstext='''εὐεργετικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· [[δόξα]] εὐ., [[φήμη]] δι’ εὐεργεσίαν, [[αὐτόθι]] 1. 5, 9· [[δύναμις]] εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, [[δύναμις]] παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, [[αὐτόθι]] 1. 9, 4· [[μετὰ]] γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., [[εὐεργεσία]], Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς [[εἶναι]] συνήθως διάφ. γραφή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bienfaisant : εὐεργετικὸς πολλῶν καὶ μεγάλων ARSTT disposé à rendre beaucoup de services et d’importants;<br /><b>2</b> qui concerne un homme bienfaisant : [[δόξα]] εὐεργετική ARSTT la réputation de faire du bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]]. | |||
}} | }} |