3,274,159
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστία''': ἡ, Ἰων. [[ἱστίη]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 [[ἀντί]] ἑστίη). Ἡ [[ἑστία]] τῆς οἰκίας, τό [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, [[ὅθεν]] ἐλέγετο [[μεσόμφαλος]], κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ [[αὐτοῦ]] πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ [[ἱερόν]] [[ἕδος]] τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ [[δορύξενος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: [[ἐντεῦθεν]] [[ὅρκος]] ἐπ’ αὐτῇ ἦτο [[ἰδιαζόντως]] [[ἱερός]], καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, [[ἴστω]] νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... [[ἱστίη]] τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) [[αὐτός]] ὁ [[οἶκος]], ἡ [[κατοικία]], ὁ οἰκογενειακός [[κύκλος]], ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί [[συχν]]. [[παρά]] Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, [[ἤτοι]] τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, [[πλήν]] [[ὀγδώκοντα]] ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· [[ἱστίη]] οὐδεμία νομιζομένη [[εἶναι]] Γλαύκου 6. 86. 4) [[παρά]] Τραγ. [[ὡσαύτως]], [[θυσιαστήριον]], [[βωμός]], ὡς τό [[ἐσχάρα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· [[βούθυτος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· [[ὅπερ]] [[παρά]] Τραγ. καλεῖται [[ἑστία]] Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή [[ἑστία]], ὁ [[δημόσιος]] [[βωμός]] χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· [[ἀλλά]] κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια [[τράπεζα]] ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, [[Πολυδ]]. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς [[πρυτανεῖον]] εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. [[παρά]] τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, [[φράσις]] ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην [[αὐτόθι]] 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί [[πόλεων]] αἵτινες ἐθεωροῦντο, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ἡ [[ἑστία]] τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί [[σχεδόν]] ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, [[ἱστίη]] ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· [[οὕτως]] ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ [[παρά]] Ρωμ. Vesta, [[παρθένος]] θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. [[ἀλλά]] ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, [[προσέτι]] καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς [[ἔθος]] ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία [[πρυτανεία]], ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, [[ἔνθα]] Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος [[πυρός]], Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν [[ἄγαλμα]] τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν [[ἑστία]], [[βωμός]] τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό [[ἐναντίον]]· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ.. | |lstext='''ἑστία''': ἡ, Ἰων. [[ἱστίη]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 [[ἀντί]] ἑστίη). Ἡ [[ἑστία]] τῆς οἰκίας, τό [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, [[ὅθεν]] ἐλέγετο [[μεσόμφαλος]], κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ [[αὐτοῦ]] πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ [[ἱερόν]] [[ἕδος]] τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ [[δορύξενος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: [[ἐντεῦθεν]] [[ὅρκος]] ἐπ’ αὐτῇ ἦτο [[ἰδιαζόντως]] [[ἱερός]], καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, [[ἴστω]] νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... [[ἱστίη]] τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) [[αὐτός]] ὁ [[οἶκος]], ἡ [[κατοικία]], ὁ οἰκογενειακός [[κύκλος]], ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί [[συχν]]. [[παρά]] Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, [[ἤτοι]] τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, [[πλήν]] [[ὀγδώκοντα]] ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· [[ἱστίη]] οὐδεμία νομιζομένη [[εἶναι]] Γλαύκου 6. 86. 4) [[παρά]] Τραγ. [[ὡσαύτως]], [[θυσιαστήριον]], [[βωμός]], ὡς τό [[ἐσχάρα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· [[βούθυτος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· [[ὅπερ]] [[παρά]] Τραγ. καλεῖται [[ἑστία]] Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή [[ἑστία]], ὁ [[δημόσιος]] [[βωμός]] χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· [[ἀλλά]] κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια [[τράπεζα]] ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, [[Πολυδ]]. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς [[πρυτανεῖον]] εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. [[παρά]] τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, [[φράσις]] ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην [[αὐτόθι]] 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί [[πόλεων]] αἵτινες ἐθεωροῦντο, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ἡ [[ἑστία]] τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί [[σχεδόν]] ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, [[ἱστίη]] ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· [[οὕτως]] ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ [[παρά]] Ρωμ. Vesta, [[παρθένος]] θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. [[ἀλλά]] ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, [[προσέτι]] καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς [[ἔθος]] ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία [[πρυτανεία]], ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, [[ἔνθα]] Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος [[πυρός]], Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν [[ἄγαλμα]] τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν [[ἑστία]], [[βωμός]] τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό [[ἐναντίον]]· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> foyer, au sens religieux, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> foyer, partie intime de la maison où se trouvaient l’autel des dieux domestiques et le sanctuaire pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> la maison elle-même, maison, demeure, foyer ; <i>fig. de</i>rnière demeure, tombeau;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> autel.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> Vesta. | |||
}} | }} |