ἀντευεργετέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντευεργετέω''': ἀνταποδίδω εὐεργεσίαν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 4· ἀντ. τοὺς εὖ ποιήσαντας Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 2. 13.
|lstext='''ἀντευεργετέω''': ἀνταποδίδω εὐεργεσίαν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 4· ἀντ. τοὺς εὖ ποιήσαντας Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 2. 13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre un bienfait pour un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[εὐεργετέω]].
}}
}}