ἄναυλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄναυλος''': -ον, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, [[οὐδαμῶς]] βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) [[ἄμουσος]], [[μέλη]] βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.
|lstext='''ἄναυλος''': -ον, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, [[οὐδαμῶς]] βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) [[ἄμουσος]], [[μέλη]] βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> sans accompagnement de flûte ; <i>adv.</i> • [[ἄναυλα]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> qui ne sait pas jouer de la flûte.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[αὐλός]].
}}
}}