εὐφορέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφορέω''': εἶμαι [[εὔφορος]], [[γόνιμος]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 20, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 16· εὐτ. σταφυλὰς Γαλην. 3. 44. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, [[φέρω]] μέγα [[φορτίον]], Λουκ. Λεξιφ. 15.
|lstext='''εὐφορέω''': εἶμαι [[εὔφορος]], [[γόνιμος]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 20, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 16· εὐτ. σταφυλὰς Γαλην. 3. 44. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, [[φέρω]] μέγα [[φορτίον]], Λουκ. Λεξιφ. 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter heureusement, conduire à bon port.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
}}
}}