σπαραγματώδης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰραγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[σπασμώδης]], ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.
|lstext='''σπᾰραγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[σπασμώδης]], ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />déchirant, convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[σπάραγμα]], -ωδης.
}}
}}