εὐσταθέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσταθέω''': εἶμαι [[εὐσταθής]], [[σταθερός]], [[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες, [[ὅταν]] ὦσιν εὐνοϊκοί, Εὐρ. Ρῆσ. 315∙ εὐστ. ταῖς διανοίαις Διον. Ἁλ. 6. 51∙ εἶμαι [[ἤρεμος]], [[γαλήνιος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 281Β. 2) εἶμαι [[ὑγιὴς]] κατά τε τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχήν, [[λέξις]] τῶν Ἐπικουρείων, ὁ αὐτ. 2. 1090Α∙ ἐπὶ χώρας, Ἀππ. Ἰβηρ. 9.
|lstext='''εὐσταθέω''': εἶμαι [[εὐσταθής]], [[σταθερός]], [[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες, [[ὅταν]] ὦσιν εὐνοϊκοί, Εὐρ. Ρῆσ. 315∙ εὐστ. ταῖς διανοίαις Διον. Ἁλ. 6. 51∙ εἶμαι [[ἤρεμος]], [[γαλήνιος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 281Β. 2) εἶμαι [[ὑγιὴς]] κατά τε τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχήν, [[λέξις]] τῶν Ἐπικουρείων, ὁ αὐτ. 2. 1090Α∙ ἐπὶ χώρας, Ἀππ. Ἰβηρ. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être ferme, consistant, bien équilibré;<br /><b>2</b> être calme.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταθής]].
}}
}}