3,244,528
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκρούω]], τοὺς γομφίους Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4: Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, οἱ ὀφθαλμοὶ [[αὐτοῦ]] ἐξεκρούσθησαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 342· τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος Δημ. 247. 11· ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, ἐκόπη ἡ [[φωνή]] μου, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 16. 2) [[ἀποκόπτω]] δένδρα ἐκ τοῦ δάσους (πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 1), δένδρεα Ἡρόδ. 6. 37., 9. 97· ἐκκεκόφασι δένδρα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· [[Κῦρος]] δ’ αὐτὸν (τὸν παράδεισον) ἐξέκοψε ὁ αὐτ. Ἀν. 1.4, 10: - [[ἐντεῦθεν]], β) [[κατακόπτω]], ἐξολοθρεύω, Λατ. exscindere, τοὺς ἄνδρας Ἡρόδ. 4. 110· ἐκκ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν Δείναρχ. 105. 28, Ἰσαῖος 73. 26· τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 10, 11: - Παθ., ἡ [[θρασύτης]] ἐξεκεκοπτο Πλάτ. Χαρμ. 155C. 3) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[ἀποκρούω]], ἀπωθῶ, τὰς ἀκροβολίσεις Ξεν. Κύρ. 6.2, 15· τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 4, 26: - νικῶ ἐν κύβοις, Ἄλεξ. ἐν «Δακτυλίῳ» 2. 4) ἐκκ. θύρας, βιαίως ἀνοίγειν αὐτάς, Λυσ. 97. 1· οἰκίαν ἐκκ. Πολύβ. 4. 3, 10. 5) [[ἐκκολάπτω]], [[ἐξαλείφω]] ἐπιγραφήν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 25· οὐδενὶ ἐξέσται... [[γράμμα]] ἐκκόψαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028-9, -44· ἐκκ. τὴν χεῖρα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 30· [[ἀποκόπτω]] ὡς [[χειρουργός]], Λουκ. Κατάπλ. 24. 6) [[κόπτω]] νομίσματα, Διόδ. 11. 26. 7) παρ’ Ἐκκλ., [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]]. | |lstext='''ἐκκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκρούω]], τοὺς γομφίους Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4: Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, οἱ ὀφθαλμοὶ [[αὐτοῦ]] ἐξεκρούσθησαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 342· τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος Δημ. 247. 11· ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, ἐκόπη ἡ [[φωνή]] μου, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 16. 2) [[ἀποκόπτω]] δένδρα ἐκ τοῦ δάσους (πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 1), δένδρεα Ἡρόδ. 6. 37., 9. 97· ἐκκεκόφασι δένδρα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· [[Κῦρος]] δ’ αὐτὸν (τὸν παράδεισον) ἐξέκοψε ὁ αὐτ. Ἀν. 1.4, 10: - [[ἐντεῦθεν]], β) [[κατακόπτω]], ἐξολοθρεύω, Λατ. exscindere, τοὺς ἄνδρας Ἡρόδ. 4. 110· ἐκκ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν Δείναρχ. 105. 28, Ἰσαῖος 73. 26· τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 10, 11: - Παθ., ἡ [[θρασύτης]] ἐξεκεκοπτο Πλάτ. Χαρμ. 155C. 3) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[ἀποκρούω]], ἀπωθῶ, τὰς ἀκροβολίσεις Ξεν. Κύρ. 6.2, 15· τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 4, 26: - νικῶ ἐν κύβοις, Ἄλεξ. ἐν «Δακτυλίῳ» 2. 4) ἐκκ. θύρας, βιαίως ἀνοίγειν αὐτάς, Λυσ. 97. 1· οἰκίαν ἐκκ. Πολύβ. 4. 3, 10. 5) [[ἐκκολάπτω]], [[ἐξαλείφω]] ἐπιγραφήν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 25· οὐδενὶ ἐξέσται... [[γράμμα]] ἐκκόψαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028-9, -44· ἐκκ. τὴν χεῖρα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 30· [[ἀποκόπτω]] ὡς [[χειρουργός]], Λουκ. Κατάπλ. 24. 6) [[κόπτω]] νομίσματα, Διόδ. 11. 26. 7) παρ’ Ἐκκλ., [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> retrancher en coupant, amputer, abattre (des arbres);<br /><b>2</b> déplacer, démolir <i>ou</i> détruire en frappant ; <i>Pass.</i> τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος DÉM qui a l’œil crevé <i>ou</i> abîmé ; ἐκκ. νήσους καὶ πόλεις PLUT dévaster des îles et des cités ; ἄνδρας HDT faire périr des hommes ; ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν LUC j’ai la voix brisée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |