3,271,435
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1. | |lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]]. | |||
}} | }} |