3,276,901
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδρομίς''': -ίδος, ἡ, ([[δρόμος]]), «ἀθληταῖς δ’ ἂν προσήκοιεν καὶ ἐνδρομίδες· οὕτω δὲ ἐκαλοῦντο τὰ τῶν δρομέων ὑποδήματα» [[Πολυδ]]. Γ΄, 155· [[προσέτι]], «[[ἴδιον]] Ἀρτέμιδος [[ὑπόδημα]]» ὁ αὐτ. Ζ΄, 93, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 16 ([[ἔνθα]] ἴδε Spanh.), Ἀνθ. Πλαν. 253· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst. § 363. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[χρήσιμος]] πρὸς δρόμον, διὰ τρέξιμον, ἐνδρομίδες ἀσπίδες Ἐπιγραφ. Δελφ. παρὰ Κουρτ. 40· - ὡς οὐσιαστ., βαρὺ [[ἐπανωφόριον]] ὃ ἐφόρουν οἱ εἰς τὸν δρόμον ἀγωνιζόμενοι [[μετὰ]] τὸν δρόμον ἐκ φόβου κρυολογήματος, Λατ. endrŏmis, Ἰουβενάλ. 3. 102., 6. 145, Μαρτιάλ. 4. 19., 14. 26. | |lstext='''ἐνδρομίς''': -ίδος, ἡ, ([[δρόμος]]), «ἀθληταῖς δ’ ἂν προσήκοιεν καὶ ἐνδρομίδες· οὕτω δὲ ἐκαλοῦντο τὰ τῶν δρομέων ὑποδήματα» [[Πολυδ]]. Γ΄, 155· [[προσέτι]], «[[ἴδιον]] Ἀρτέμιδος [[ὑπόδημα]]» ὁ αὐτ. Ζ΄, 93, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 16 ([[ἔνθα]] ἴδε Spanh.), Ἀνθ. Πλαν. 253· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst. § 363. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[χρήσιμος]] πρὸς δρόμον, διὰ τρέξιμον, ἐνδρομίδες ἀσπίδες Ἐπιγραφ. Δελφ. παρὰ Κουρτ. 40· - ὡς οὐσιαστ., βαρὺ [[ἐπανωφόριον]] ὃ ἐφόρουν οἱ εἰς τὸν δρόμον ἀγωνιζόμενοι [[μετὰ]] τὸν δρόμον ἐκ φόβου κρυολογήματος, Λατ. endrŏmis, Ἰουβενάλ. 3. 102., 6. 145, Μαρτιάλ. 4. 19., 14. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de course :<br /><b>1</b> (<i>s.e.</i> [[κρηπίς]]) chaussure forte pour la chasse;<br /><b>2</b> (<i>s.e.</i> [[ἐσθής]]) manteau fourré à l’usage des coureurs après la course.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δρόμος]]. | |||
}} | }} |