3,274,903
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σορός''': ἡ, [[σκεῦος]] πρὸς ὑποδοχὴν πράγματός τινος, ἰδίως [[κάλπη]] τεφροδόχος, ὧς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι Ἰλ. Ψ. 91 (πεποιημένη ἐκ χρυσοῦ, ἂν ὁ ἑπόμενος [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]])·― [[φέρετρον]], [[νεκροθήκη]], «[[κάσσα]]», Ἡρόδ. 1. 68., 2. 78, Ἀριστοφ. Ἀχ. 691, Λυσ. 600, κτλ.· ἐκ λίθου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 45, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 533· ― παροιμ., τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῇ σορῷ ἔχειν Λουκ. Ἑρμότ. 78. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἢ γραίας, = [[σοροδαίμων]], Ἀριστοφ. Σφ. 1365, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C. | |lstext='''σορός''': ἡ, [[σκεῦος]] πρὸς ὑποδοχὴν πράγματός τινος, ἰδίως [[κάλπη]] τεφροδόχος, ὧς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι Ἰλ. Ψ. 91 (πεποιημένη ἐκ χρυσοῦ, ἂν ὁ ἑπόμενος [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]])·― [[φέρετρον]], [[νεκροθήκη]], «[[κάσσα]]», Ἡρόδ. 1. 68., 2. 78, Ἀριστοφ. Ἀχ. 691, Λυσ. 600, κτλ.· ἐκ λίθου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 45, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 533· ― παροιμ., τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῇ σορῷ ἔχειν Λουκ. Ἑρμότ. 78. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἢ γραίας, = [[σοροδαίμων]], Ἀριστοφ. Σφ. 1365, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> urne pour les os <i>ou</i> les cendres des morts ; <i>p. ext.</i> cercueil;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> vieille femme décrépite.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σωρός]]. | |||
}} | }} |