ἐπιπίλναμαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπίλναμαι''': Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., [[προσπελάζω]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[οὔτε]] χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.
|lstext='''ἐπιπίλναμαι''': Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., [[προσπελάζω]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[οὔτε]] χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’approcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πίλναμαι]].
}}
}}