δύσφημος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, [[ἀπαίσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. [[εὔφημος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. [[κακολόγος]], [[ὑβριστικός]], ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, [[κλέος]] Πίνδ. Ν. 8. 62.
|lstext='''δύσφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, [[ἀπαίσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. [[εὔφημος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. [[κακολόγος]], [[ὑβριστικός]], ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, [[κλέος]] Πίνδ. Ν. 8. 62.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' δυς-, [[φήμη]].
}}
}}