δύσπνοια: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσπνοια''': ἡ, ἡ περὶ τὴν ἀναπνοὴν [[δυσκολία]], [[δύσκολος]] [[ἀναπνοή]], Ἰππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Κυν. 9. 20. ΙΙ. ἐναντίοι ἄνεμοι, Σχόλ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1.
|lstext='''δύσπνοια''': ἡ, ἡ περὶ τὴν ἀναπνοὴν [[δυσκολία]], [[δύσκολος]] [[ἀναπνοή]], Ἰππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Κυν. 9. 20. ΙΙ. ἐναντίοι ἄνεμοι, Σχόλ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />difficulté pour respirer, respiration courte.<br />'''Étymologie:''' [[δύσπνοος]].
}}
}}