τρισάσμενος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάσμενος''': -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, [[τρισάσμενος]] ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
|lstext='''τρισάσμενος''': -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, [[τρισάσμενος]] ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui fait qch très volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄσμενος]].
}}
}}