συνερειστικός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνερειστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συγκεκλεισμένος, [[σταθερός]], συνεσφιγμένος, [[σφιγκτός]], Πλούτ. 2. 946C, 954D.
|lstext='''συνερειστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συγκεκλεισμένος, [[σταθερός]], συνεσφιγμένος, [[σφιγκτός]], Πλούτ. 2. 946C, 954D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se soutient par le resserrement de ses parties.<br />'''Étymologie:''' [[συνερείδω]].
}}
}}