κατερείπω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259˙ κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477˙ τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2˙ κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22˙ κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454˙ κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259˙ κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477˙ τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2˙ κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22˙ κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454˙ κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατήρειψα, <i>pf. Pass.</i> κατερήρειμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> renverser de fond en comble, détruire ; <i>fig.</i> corrompre;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> [[κατήριπον]] <i>et au pf.</i> [[κατερήριπα]]) tomber, s’abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρείπω]].
}}
}}