λογιστικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
|lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική ([[τέχνη]]) la science pratique du calcul ; ὁ [[λογιστικός]] XÉN habile calculateur;<br /><b>2</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> qui raisonne bien, raisonnable, sensé.<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]].
}}
}}