διέρπω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διέρπω''': [[ἕρπω]] ἢ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.
|lstext='''διέρπω''': [[ἕρπω]] ἢ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διέρψω;<br />ramper <i>ou</i> se traîner à travers : [[τι]], [[διά]] τινος à travers qch.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἕρπω]].
}}
}}