ἀπορρήγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορρήγνυμι''': ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: [[ἀποκόπτω]], [[κόπτω]], διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ [[νῆμα]] τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· [[οὕτως]], ἀπ. [[πνεῦμα]], βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, [[φράσις]] τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν [[πάνυ]] τείνουσαι τὸ [[καλῴδιον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) [[κάμνω]] τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πόλεμος]]... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., [[κυρίως]] κατ’ ἀόρ., ἀπερράγην [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. [[ἀκτίς]]. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, [[ἀκόλαστος]], ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· [[ἀλλόκοτος]], γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε.
|lstext='''ἀπορρήγνυμι''': ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: [[ἀποκόπτω]], [[κόπτω]], διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ [[νῆμα]] τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· [[οὕτως]], ἀπ. [[πνεῦμα]], βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, [[φράσις]] τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν [[πάνυ]] τείνουσαι τὸ [[καλῴδιον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) [[κάμνω]] τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -[[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πόλεμος]]... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., [[κυρίως]] κατ’ ἀόρ., ἀπερράγην [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. [[ἀκτίς]]. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, [[ἀκόλαστος]], ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· [[ἀλλόκοτος]], γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπορρήξω, <i>ao.</i> [[ἀπέρρηξα]], <i>pf.2 au sens neutre</i> [[ἀπέρρωγα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπορραγήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπερράγην]];<br />arracher, briser : [[τι]] [[ἀπό]] τινος séparer violemment une chose d’une autre ; βίον EUR arracher la vie ; <i>Pass.</i> se briser, se séparer violemment de, [[ἀπό]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}