πορφύρα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφύρα''': [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. [[πορφύρω]])· ― τὸ [[κογχύλιον]] ἐξ οὗ ἡ [[πορφύρα]] ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. [[κάλχη]]. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = [[πορφυρίς]], Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, [[ὥσπερ]] οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. [[πορφύρα]] [[πλατεῖα]], ἡ [[πλατεῖα]] πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ [[ἁπλῶς]] [[πορφύρα]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.
|lstext='''πορφύρα''': [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. [[πορφύρω]])· ― τὸ [[κογχύλιον]] ἐξ οὗ ἡ [[πορφύρα]] ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. [[κάλχη]]. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = [[πορφυρίς]], Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, [[ὥσπερ]] οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. [[πορφύρα]] [[πλατεῖα]], ἡ [[πλατεῖα]] πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ [[ἁπλῶς]] [[πορφύρα]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> le pourpre, coquillage d’où l’on tire la pourpre;<br /><b>2</b> la pourpre ; <i>p. ext.</i> étoffe, vêtement <i>ou</i> tapis teints en pourpre ; <i>abs.</i> le laticlave (latus clavus) <i>ou</i> bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]] avec redoubl. ; v. [[πορφύρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἁλουργής]], [[ἁλουργίς]].
}}
}}