3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοφείλω''': Ἀττ. συνῃρ. προὐφ-· μέλλ. -ήσω. Ὀφείλω ἐκ τῶν προτέρων, χρεωστῶ ἀπὸ [[πρίν]], πολλὰ πολλοῖς Δίων Κ. 47. 16 μεταφορ., κἀμοὶ γάρ τι προὐφείλει κακόν, καὶ εἰς ἐμὲ ὀφείλει κακόν τι, δηλ. ὀφείλει νὰ τιμωρηθῇ ὑπ’ ἐμοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 523· κακὸν ἄρα ταῖς πλευραῖς τι προὐφείλεις μέγα, χρεωστεῖς μέγα τι κακὸν εἰς τὰς πλευράς σου καὶ θὰ τὸ πληρώσῃς, Ἀριστ. Σφ. 3· οὕτω, πρ. τινί, μετ’ ἀπαρεμφ., χρεωστῶ εἴς τινα νά..., ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 648. ― Παθ., ὀφείλομαι, χρεωστοῦμαι ἐκ τῶν προτέρων, ἐπὶ χρεῶν, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], ὁ καθυστερούμενος [[φόρος]], Ἡρόδ. 6. 59, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 7· τὸ ληφθὲν προωφείλετο ἱματιοκαπήλῳ Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 38· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], ἔχθρη προοφειλομένη εἴς τινα, [[μῖσος]] [[ὅπερ]] πρὸ πολλοῦ ἠσθάνετό τις..., Ἡρόδ. 5. 82· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, ἥτις ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ὡς [[ὀφειλή]], Θουκ. 1. 32· προωφείλετο αὐτῷ κακόν, ὠφείλετο ἐπὶ μακρὸν χρόνον εἰς αὐτὸν [[τιμωρία]], Ἀντιφῶν 136, 26, πρ. λ. Δημ. 539. 18· ἦν μοί τις οὐ μικρὰ πρ. [[χάρις]] Λουκ. Ἀποκηρυττόμ. 15. ΙΙ. [[ὀφείλω]] ΙΙ, εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τι, τὸ προὐφείλειν [[καλῶς]] πράσσειν... τούσδε Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 241. | |lstext='''προοφείλω''': Ἀττ. συνῃρ. προὐφ-· μέλλ. -ήσω. Ὀφείλω ἐκ τῶν προτέρων, χρεωστῶ ἀπὸ [[πρίν]], πολλὰ πολλοῖς Δίων Κ. 47. 16 μεταφορ., κἀμοὶ γάρ τι προὐφείλει κακόν, καὶ εἰς ἐμὲ ὀφείλει κακόν τι, δηλ. ὀφείλει νὰ τιμωρηθῇ ὑπ’ ἐμοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 523· κακὸν ἄρα ταῖς πλευραῖς τι προὐφείλεις μέγα, χρεωστεῖς μέγα τι κακὸν εἰς τὰς πλευράς σου καὶ θὰ τὸ πληρώσῃς, Ἀριστ. Σφ. 3· οὕτω, πρ. τινί, μετ’ ἀπαρεμφ., χρεωστῶ εἴς τινα νά..., ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 648. ― Παθ., ὀφείλομαι, χρεωστοῦμαι ἐκ τῶν προτέρων, ἐπὶ χρεῶν, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], ὁ καθυστερούμενος [[φόρος]], Ἡρόδ. 6. 59, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 7· τὸ ληφθὲν προωφείλετο ἱματιοκαπήλῳ Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 38· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], ἔχθρη προοφειλομένη εἴς τινα, [[μῖσος]] [[ὅπερ]] πρὸ πολλοῦ ἠσθάνετό τις..., Ἡρόδ. 5. 82· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, ἥτις ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ὡς [[ὀφειλή]], Θουκ. 1. 32· προωφείλετο αὐτῷ κακόν, ὠφείλετο ἐπὶ μακρὸν χρόνον εἰς αὐτὸν [[τιμωρία]], Ἀντιφῶν 136, 26, πρ. λ. Δημ. 539. 18· ἦν μοί τις οὐ μικρὰ πρ. [[χάρις]] Λουκ. Ἀποκηρυττόμ. 15. ΙΙ. [[ὀφείλω]] ΙΙ, εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τι, τὸ προὐφείλειν [[καλῶς]] πράσσειν... τούσδε Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 241. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> προώφειλον, <i>f.</i> προοφειλήσω, <i>etc.</i><br />devoir auparavant <i>ou</i> depuis longtemps ; <i>Pass.</i> προοφειλόμενος [[φόρος]] HDT impôt dû antérieurement ; [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη THC, [[χάρις]] προὐφειλομένη LUC service rendu antérieurement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὀφείλω]]. | |||
}} | }} |